κύριξις — κύριξις, ἡ (Α) [κυρίσσω] το χτύπημα με τα κέρατα, το κεράτισμα … Dictionary of Greek
κούτρημα — το, ατος και κουτριά, η κουτουλιά, κεράτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)