κεράτισμα

κεράτισμα
το [κερατίζω]
η κεράτιση*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κύριξις — κύριξις, ἡ (Α) [κυρίσσω] το χτύπημα με τα κέρατα, το κεράτισμα …   Dictionary of Greek

  • κούτρημα — το, ατος και κουτριά, η κουτουλιά, κεράτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”